- οινοθήρα
- (Oenothera). Γένος φυτών της οικογένειας των οινοθηριδών ή οναγριδών, της τάξης των μυρτωδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από τη Βόρεια Αμερική και το συναντάμε κυρίως στο δυτικό ημισφαίριο. Είναι φυτό ποώδες, μονοετές ή πολυετές. Τα άνθη του μένουν ανοιχτά όλη τη νύχτα και κλείνουν με την ανατολή του ήλιου. Ανοίγουν επίσης όταν επικρατεί συννεφιά. Υπάρχουν όμως και μερικά είδη που τα άνθη τους μένουν ανοιχτά και την ημέρα. Τα είδη αυτά έχουν συνήθως άνθη λευκά ή ρόδινα, αντίθετα με τα άλλα είδη που είναι κίτρινα. Οι ο. με λευκά άνθη φυτρώνουν κυρίως στις σαβάνες ή στις ερημικές περιοχές. Το είδος ο. η διετής, τον πρώτο χρόνο δίνει λίγα φύλλα πολύ κοντά στο έδαφος. Τον δεύτερο χρόνο το φυτό φτάνει στο κανονικό πια μέγεθος του που είναι 1-2 μ. Η ο. μελετήθηκε από τον Γάλλο φυσιοδίφη Ζαν Μπατίστ Λαμάρκ, ιδιαίτερα όμως από τον Ολλανδό βοτανολόγο Ούγο ντε Βρις. Ο ντε Βρις καλλιέργησε μεγάλο αριθμό φυτών του γένους αυτού από σπόρους που είχε συγκεντρώσει. Έτσι, διαπίστωσε πως υπάρχουν πολλές κληρονομικές παραλλαγές που τις ονόμασε μεταλλάξεις. Βασισμένος στις μεταλλάξεις αυτές ο ντε Βρις διατύπωσε αξιόλογες υποθέσεις γύρω από την εξέλιξη των ειδών.
* * *ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών και θαμνωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια οναγρίδες ή οινοθηρίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oenothera (< οινοθήρας*)].
Dictionary of Greek. 2013.